- χαλίνωση
- [-ις (-εως)] η1) взнуздывание; 2) перен. обуздывание, сдерживание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλίνωση — η / χαλίνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χαλινῶ] τοποθέτηση χαλινού στο άλογο … Dictionary of Greek
χαλινώσῃ — χαλινώσηι , χαλίνωσις bridling fem dat sg (epic) χαλῑνώσῃ , χαλινόω aor subj mid 2nd sg χαλῑνώσῃ , χαλινόω aor subj act 3rd sg χαλῑνώσῃ , χαλινόω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενστόμιση — η [ενστομίζω] χαλίνωση ζώου … Dictionary of Greek